- αδιάδοτος
- -η, -ο (Α ἀδιάδοτος, -ον) [διαδίδω]νεοελλ.ο μη διαδεδομένος, αυτός που δεν διαδόθηκε ή δεν μπορεί να διαδοθεί, που δεν κυκλοφόρησε στο ευρύ κοινόαρχ.αυτός που δεν διανεμήθηκε ή δεν μπορεί να διανεμηθεί, ο αδιανέμητος.
Dictionary of Greek. 2013.